πακετάρω

πακετάρω
πακετάρισα, πακεταρίστηκα, πακεταρισμένος, συσκευάζω κάτι κάνοντάς το πακέτο, δέμα: Σε μία μέρα πακετάρισα χίλια ζευγάρια παπούτσια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πακετάρω — πακετάρω, πακετάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πακετάρω — [πακέτο] συσκευάζω σε πακέτο …   Dictionary of Greek

  • πακετάρισμα — το [πακετάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακετάρω, συσκευασία σε πακέτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”